-
1 κυκάω
A stir, of one curdling milk, Il.5.903; mix, τινι with a thing,τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ.. ἐκύκα Od.10.235
, cf. Il.11.638;φάρμακα κ. Hp.Ep.17
;ἅλμην κύκα τούτοισιν Ar.V. 1515
, cf. Dsc.5.79: metaph.,αἰ μή τί τ' εἴπην γλῶσσ' ἐκύκα κακόν Sapph.28
:— [voice] Med., mix for oneself, Ar. Pax 1169 (lyr.).II stir up,ἄνω τε καὶ κάτω τὸν βόρβορον Id.Eq. 866
;ἄνεμοι κ. τὸ πέλαγος Alciphr.1.10
; of intrigue,ἕτερόν τι κ. Men.Epit. 211
: hence, throw into confusion or disorder,νιφάδι καὶ βροντήμασι.. κυκάτω πάντα A.Pr. 994
;κ. τὴν βουλήν Ar.Eq. 363
;τὴν Ἑλλάδα Id. Pax 270
; κ... πάντα καὶ ταραττέτω ib. 320, cf. Pl.Phd. 101e, Epicur.Nat.14.7, etc.: in Hom. only [voice] Pass., to be confounded, panic-stricken,τὼ δὲ κυκηθήτην Il.11.129
;τρὶς δὲ κυκήθησαν Τρῶες 18.229
;κυκήθησαν δέ οἱ ἵπποι 20.489
; of a river, to be churned up, seethe, , cf. 324; of Charybdis, Od.12.238; ; of mental disquiet,θυμὲ κήδεσιν κυκώμενε Archil.66
; ὑπ' ἀνδρὸς τοξότου κυκώμενος hustled by him, Ar.Ach. 707.
См. также в других словарях:
κυκώ — κυκῶ, άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, άω (Α) 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», Ομ. Οδ. β. «αἱ μὴ τί τ εἴπην γλώσσ ἐκύκα κακόν», Σαπφ. γ. «τοῡ θύμου τρίβων κυκῶμαι», Αριστοφ.) 2. αναταράσσω… … Dictionary of Greek